Τελευταία Νέα
Μαρ 04

Συνέντευξη του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομίας & Ανάπτυξης Γιάννη Δραγασάκη στην εφημερίδα Εποχή και τον δημοσιογράφο Παύλο Κλαυδιανό

  1. Η έξοδος από τα μνημόνια σε συνδυασμό με τη Συμφωνία των Πρεσπών φαίνεται ότι δημιουργούν νέα δεδομένα και ρευστότητα στο πολιτικό πεδίο…

 
Είναι φανερό ότι μετά τον τερματισμό των μνημονίων, έρχονται στην επιφάνεια βαθύτερες, προϋπάρχουσες, διαχρονικές αντιθέσεις και προβλήματα της κοινωνίας που δεν μπορούν να εκφραστούν πλέον με το σχήμα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» και τις συμμαχίες που οικοδομήθηκαν σε αυτή τη βάση.
Η ανάγκη για βαθιές αλλαγές και μετασχηματισμούς σε αριστερή-προοδευτική κατεύθυνση, αλλαγές, δηλαδή, άλλου τύπου και κατεύθυνσης από αυτές που επιβλήθηκαν από τα μνημόνια, όχι μόνο παραμένει αλλά και αποτελεί προϋπόθεση για να αποφύγουμε πισωγυρίσματα ή και νέες χρεοκοπίες στο μέλλον. Επανερχόμαστε, συνεπώς, στις πιο σταθερές και διαχρονικές τομές όπως Αριστερά-Δεξιά και πρόοδος-συντήρηση, με τους όρους της εποχής μας.
Συνέπεια των παραπάνω είναι η ρευστότητα, που κι εσείς σημειώνετε, αλλά και μια βαθιά ανασύνθεση και αναδιάταξη των πολιτικών εκπροσωπήσεων και του πολιτικού συστήματος, διαδικασία,  που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.

  1. Μπορούμε να προβλέψουμε ή να εκτιμήσουμε που θα οδηγήσουν όλα αυτά;

 
Είναι νομίζω προφανές ότι έχουμε μπει στη φάση ενός γενικευμένου κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού που αφορά στην κατεύθυνση της πολιτικής, το μέλλον της κοινωνίας, των δικαιωμάτων,  του κοινωνικού κράτους, του παραγωγικού μοντέλου  και της θέσης  της εργασίας σε αυτό, τη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και το διεθνή ρόλο της χώρας.
Όμως η συγκεκριμένη μορφή και η έκβασή του θα εξαρτηθεί και από τις επιλογές που θα γίνουν από τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει επιλέξει να συστρατευθεί  και να εκφράσει τις πιο συντηρητικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, δίνοντας χώρο και νομιμοποίηση και στις πιο ακροδεξιές απόψεις, να εκφραστούν και να επανεμφανιστούν στη δημόσια σφαίρα.
Διαμορφώνεται ένα πρωτόγνωρο, αντιφατικό, μείγμα νεοφιλελευθερισμού και εθνικισμού που δεν αποτελεί βέβαια ελληνική ιδιαιτερότητα. Δεν είναι βέβαιο ως που μπορεί να φτάσει το μείγμα αυτό.  Όμως είναι βέβαιο ότι συνεπάγεται δεινά για τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους όπως δείχνουν και οι θέσεις του κ Μητσοτάκη για το ασφαλιστικό σύστημα, χωρίς να μπορούμε να   αποκλείσουμε και  άλλες τερατογενέσεις.
Είναι απαραίτητο συνεπώς να υπάρξει μια αποφασιστική απάντηση από την πλευρά των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων.

  1. Οι εξελίξεις, δηλαδή, διαμορφώνουν όρους πολιτικών συγκλίσεων που μέχρι χθες δεν ήταν εφικτές;

Όντως, η άνοδος της ακροδεξιάς και η εθνικιστική αναδίπλωση σε πολλές χώρες της Ευρώπης   αποτελούν ένα νέο δεδομένο, που, σε συνδυασμό με την αντιδραστική απόληξη της στρατηγικής της ΝΔ, συνειδητοποιείται από πολλές δυνάμεις οι οποίες στηρίζουν τη συγκρότηση ενός προοδευτικού πόλου. Εκ των πραγμάτων, στη σημερινή συνθήκη συγκρούονται δυο σχέδια: ένα συντηρητικό που αποσκοπεί στην παλινόρθωση, ένα προοδευτικό που επιδιώκει την αλλαγή, το μετασχηματισμό. Η ανάδυση του προοδευτικού πόλου, δηλαδή, έχει μια αντικειμενική βάση, δεν είναι ελιγμός ή έκφραση συγκυριακών κοινοβουλευτικών αναγκών.
Επίσης πρόκειται για μια διεργασία η οποία βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια με αντίστοιχες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι μια τέτοια στρατηγική δεν είναι αποκλειστικά μια εσωτερική μας υπόθεση, αλλά συσχετίζεται και με διεθνείς εξελίξεις. Η προοδευτική συμπαράταξη προκύπτει ως αναγκαιότητα και ως εκ τούτου δημιουργεί νέα καθήκοντα και για εμάς στον ΣΥΡΙΖΑ.
Απέναντι στις διεργασίες και στις επιλογές αυτές είναι ανάγκη να υπάρξει μια αποφασιστική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και μια ευρεία συμπαράταξη αριστερών προοδευτικών και οικολογικών δυνάμεων, ένα φιλόδοξο σχέδιο ανασυγκρότησης των κοινωνικών και των πολιτικών μας συμμαχιών με όρους προοπτικής και όχι με όρους συγκυριακούς και μόνο.

  1. Αρκεί όμως η Συμφωνία των Πρεσπών για συμπαράταξη; Οι διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων, ακόμη και οι συγκρούσεις, εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας;

 
Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός. Συμπυκνώνει πολλά άλλα. Για αυτό  λειτούργησε ως καταλύτης. Έφερε στο προσκήνιο διαιρετικές τομές αλλά και επιτάχυνε τις   εξελίξεις. Ίσως χωρίς τις «Πρέσπες», το διαζύγιο με τους ΑΝΕΛ -η συνεργασία με τους οποίους ήταν γενικά επιτυχής, καθώς πέτυχε το βασικό σκοπό της, την έξοδο από τα μνημόνια και την ειδική επιτροπεία- να έπαιρνε άλλη μορφή. Όμως, η ανασύνθεση για την οποία μίλησα ήταν αναπόφευκτη.
Αλώστε, η διαπλοκή νεοφιλελευθερισμού και εθνικισμού φέρνει στο προσκήνιο το συνολικό κοινωνικό, αξιακό και  πολιτισμικό ζήτημα. Ο αγώνας απέναντι στον εθνικισμό και την άκρα δεξιά πρέπει να περιλαμβάνει και τον αγώνα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τις ανισότητες, διότι αυτά νομιμοποίησαν τον ακροδεξιό λόγο σε ευρύτερα στρώματα. Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, να υπάρξει μέτωπο κατά του εθνικισμού που να μην είναι και κατά του νεοφιλελευθερισμού, να μη θέτει δηλαδή προς επίλυση το κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα.

  1. Υπάρχουν κάποια προγραμματικά σημεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως  σημεία σύγκλισης ενός προοδευτικού μετώπου;

 
Υπάρχει μια δέσμη κοινών κατευθύνσεων  που αποτελούν και  μεγάλες διαχωριστικές γραμμές στην εποχή μας. Είναι καταρχήν το ζήτημα της ειρήνης, της δημοκρατίας και των  δικαιωμάτων, το ζήτημα του κοινωνικού κράτους τα ζητήματα του παραγωγικού προτύπου σε σχέση με την εργασία και την κλιματική αλλαγή, το ζήτημα του διεθνούς ρόλου της χώρας. Στα πεδία αυτά συγκρούονται αντίθετες αξίες και στρατηγικές, οπότε αυτά και αλλά συναφή διαμορφώνουν ένα πλαίσιο και μια κατ’ αρχήν δυνατότητα  ευρείας συμπαράταξης.
Είναι, στη συνέχεια, το επίπεδο του κυβερνητικού προγράμματος στο οποίο οι εν λόγω κατευθύνσεις είναι ανάγκη να εξειδικευτούν στο χώρο και στο χρόνο. Εδώ κρίσιμο κεφάλαιο είναι ο σχεδιασμός για την νέα Προγραμματική Περίοδο που καλύπτει τη δεκαετία 2020-2030 και τους μετασχηματισμούς που πρέπει να γίνουν εν όψει της 4ης βιομηχανικής επανάσταση και της κλιματικής αλλαγής, αλλά και της θωράκισης έναντι ενδεχόμενων νέων κρίσεων και άλλων εξωγενών κίνδυνων. Οι διαδικασίες αυτές δεν πρέπει να μείνουν μέσα στα υπουργεία, πρέπει να γίνουν υπόθεση ενός ευρύτερου διαλόγου, πολιτικού και κοινωνικού.
Αυτό όμως έχει και μια αυτόνομη αξία. Η δική μας κυβερνητική εμπειρία δείχνει πόσο σημαντικό είναι το ζήτημα του προγράμματος να συνδεθεί εξαρχής με τα κοινωνικά κινήματα και τις κοινωνικές δυνάμεις που τις αφορά, με μια λογική συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών γύρω από αιτήματα και ώριμες αλλαγές. Αυτό βέβαια απαιτεί και τους ανάλογους θεσμούς, τυπικούς και άτυπους, αλλά και μια κουλτούρα, θα προσέθετα, διαλόγου, αναζήτησης συγκλίσεων και δημιουργίας συναινέσεων. Και τα Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια ήταν μια θετική εμπειρία.
Άρα, το ζήτημα των προγραμματικών συγκλίσεων δεν πρέπει να το δούμε μόνο στο επίπεδο των εκφωνήσεων, αλλά πρωτίστως σε εκείνο των κοινωνικών διεργασιών

  1. Ποιες θα πρέπει να είναι οι οργανωτικές μορφές της προοδευτικής συμπαράταξης;

 
Επί της ουσίας, δεν είναι ούτε δυνατόν ούτε σωστό να προκαθορίσουμε εμείς, και μάλιστα μονομερώς, τη μορφή με την οποία θα  μας προσεγγίσουν δυνάμεις από άλλους χώρους. Μπορεί να είναι υπό τη μορφή μεμονωμένων προσώπων, ομάδων, ομίλων σκέψης, συλλογικοτήτων. Ο χώρος αυτός πλέον χαρακτηρίζεται από μία κινητικότητα που ευνοεί την ποικιλομορφία.
Δικό μας καθήκον είναι να συμβάλουμε στη διαμόρφωση μιας πλατφόρμας -ιδεολογικής, προγραμματικής, οργανωτικής- που θα εξυπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το στόχο της προοδευτικής συμπαράταξης. Δικό μας καθήκον επίσης είναι να εργαστούμε  ώστε αυτή η διαδικασία να μην περιοριστεί στις κορυφές αλλά να απλώσει και να ριζώσει στην κοινωνία. Μπορούμε να αξιοποιήσουμε επίσης την πλούσια «τεχνογνωσία» που αποκτήσαμε από τη φάση της δημιουργίας του ΣΥΡΙΖΑ, με τους χώρους διαλόγου και κοινής δράσης, που αποδείχτηκαν τότε μια πρόδρομη μορφή συνύπαρξης δυνάμεων με διαφορετικές καταβολές και εμπειρίες.

  1. Και ποια η θέση του ΣΥΡΙΖΑ σε όλο αυτό; Θα είναι ο κορμός του όποιου σχήματος; Θα διαχυθεί σε αυτό; Ή θα απορροφήσει τις περί αυτόν δυνάμεις;

 
Υπάρχουν  πράγματι διαφορετικές εκδοχές: ο ΣΥΡΙΖΑ να απορροφήσει αυτές τις δυνάμεις ή να είναι ένα «κόμμα-κορμός» με σαφή αριστερή ταυτότητα πλάι ή πέριξ του οποίου θα συγκροτείται ένας «αστερισμός» ομάδων, πρωτοβουλιών και άλλων κοινοβουλευτικών κομμάτων που θα συναποτελούν μια «παράταξη», υπηρετώντας  ένα κοινό πολιτικό σχέδιο.
Η πολιτική παράδοση της χώρας μας υποδεικνύει την πρώτη εκδοχή ως την πιο πιθανή. Όμως προσωπικά θεωρώ ότι θα πρέπει να κινηθούμε με βάση το δεύτερο σενάριο. Με δεδομένη την απλή αναλογική που εμείς ψηφίσαμε και με δεδομένη την απόρριψη της ιδέας ενός «μεγάλου συνασπισμού», η στρατηγική μας πρέπει να βλέπει τη συνολική διάρθρωση του πολιτικού συστήματος και να αποτρέπει ανεπιθύμητες παγιδεύσεις.
Άλλωστε, ο προοδευτικός πόλος δεν είναι μια συγκυριακή  επιδίωξη· το σχέδιο μας από παλιά ήταν ένας ευρύτερος κοινωνικο-πολιτικός συνασπισμός με όχι κατ’ ανάγκη μονοκομματική συγκρότηση.

  1. Πρέπει να είναι μονόπλευρη η διεύρυνση προς την κεντροαριστερά; Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα απευθυνθεί στην πέραν αυτού Αριστερά και σε εκείνους που παλαιότερα τον στήριξαν αλλά τώρα εκφράζουν επιφυλάξεις ή και ζωηρές αμφιβολίες; 

 
Ασφαλώς και όχι μόνο.  Η απεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να  είναι μονόπλευρη, αλλά αντίθετα αμφίπλευρη και πολύπλευρη.
Πρώτον, διότι οι προκλήσεις που είναι μπροστά μας, οι αντιπαραθέσεις που θα αναδειχθούν, απαιτούν τη μέγιστη δυνατή συμπαράταξη των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων, χωρίς αποκλεισμούς. Άρα το σχέδιο μας πρέπει να απευθύνεται προς όλες τις αριστερές δυνάμεις, ανεξάρτητα από τη σημερινή τους στάση. Δεύτερον, διότι η κρίση εκπροσώπησης παραμένει ενεργή  και απελευθερώνει δυνάμεις από  όλους τους πολιτικούς χώρους. Τρίτον, διότι το  σχέδιο μας αφορά την κοινωνία, άρα  η όποια συμπαράταξη πρέπει να γειώνεται στην κοινωνία ή καλύτερα να απορρέει από την κοινωνία.

  1. Υπάρχουν και εκείνοι που φοβούνται ότι κινδυνεύει η πολιτική μας ταυτότητα από κινήσεις συνεργασίας και ώσμωσης με την κεντροαριστερά.

 
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αριστερή πολιτική ταυτότητα δεν είναι άνευ όρων δεδομένη. Καταχτιέται, δοκιμάζεται και επιβεβαιώνεται διαρκώς στην πράξη, στο πεδίο των επιλογών και των αγώνων.
Όμως η ιστορία δείχνει, με πολλά παραδείγματα, ότι η αριστερή πολιτική ταυτότητα δεν απειλείται   από συγκλίσεις, συμπαρατάξεις ή μέτωπα, αλλά αντίθετα μπορεί υπό προϋποθέσεις να ενισχύεται μέσα από αυτές, όπως έδειξε και η περίπτωση του ΕΑΜ.  Πολλά εξαρτώνται από τη δύναμη της οργάνωσης, τη σαφήνεια  του προγράμματος και την ισχύ της συνοχής του «κόμματος-κορμού» της συμμαχίας.
Το ζήτημα είναι να προσδιορίζουμε τους στόχους και τους όρους με τους οποίους εισερχόμαστε σε αυτή τη διαδικασία με τρόπο σαφή, παραγωγικό και προωθητικό.
Σήμερα, για παράδειγμα, πρέπει να είναι σαφές ότι εμείς δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε την κεντροαριστερά ή τη Σοσιαλδημοκρατία. Θέλουμε να διαμορφώσουμε μια ανταγωνιστική προς το νεοφιλελευθερισμό και την ακροδεξιά  ριζοσπαστική δυναμική, με όποιες από τις δυνάμεις από τους χώρους αυτούς συμφωνούν. Ούτε θέλουμε να «κουρσέψουμε» το χώρο του Κέντρου ή να αμφισβητήσουμε την ύπαρξη ή την αυτονομία της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς, όπως  έκανε το ΠΑΣΟΚ στο παρελθόν. Θέλουμε να διαμορφώσουμε εξαρχής σαφείς όρους, που θα διασφαλίζουν τη διακριτότητα κάθε συλλογικότητας στην υλοποίηση ενός κοινού σχεδίου.
Το πραγματικό πρόβλημα, συνεπώς, που κατά τη γνώμη μου υπάρχει, είναι ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να οργανώσει το δικό του ποιοτικό άλμα ώστε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που απορρέουν από τον κεντρικό ρόλο που εκ των πραγμάτων έχει και ευρύτερα πια του αναγνωρίζεται για τη συγκρότηση της αριστερής και προοδευτικής συμπαράταξης.
Από το Γραφείο Τύπου