Τελευταία Νέα
Ιαν 25

Σημεία ομιλίας του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομίας & Ανάπτυξης Γιάννη Δραγασάκη, στην Ολομέλεια της Βουλής

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές
Θεωρώ ότι η σημερινή ημέρα θα καταγραφεί ως σημαντική στην ιστορία της Βουλής των Ελλήνων γιατί έπειτα από έναν έντονο διάλογο, αντιπαραθέσεις, αλλά και συγκλίσεις, πιστεύω ότι με ισχυρή πλειοψηφία θα επικυρώσει τη Συμφωνία. Επομένως, θα βάλει τέλος σε μια εκκρεμότητα δεκαετιών που καθιστούσε τη χώρας μας μέρος του προβλήματος της περιοχής, ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε πρωταγωνιστές σε προοδευτικές εξελίξεις.
Προσβλέποντας, λοιπόν, στην επομένη ημέρα και στις προκλήσεις μετά την ψήφιση της Συμφωνίας, θα ήθελα να επισημάνω και να θυμίσω στους νεότερους, ότι από την αρχή που εμφανίστηκε αυτό το «πρόβλημα των Σκοπίων», όπως το λέγαμε ή το «μακεδονικό πρόβλημα» στις αρχές του 1990 διαμορφώθηκαν τρεις διακριτές στρατηγικές, επιλογές ως προς το πρόβλημα αυτό.
Η πρώτη επιλογή ήταν να διαλυθεί το γειτονικό κράτος, να διαμοιραστούν τα εδάφη και οι πληθυσμοί του στις όμορες χώρες, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Σερβία και την Αλβανία.
Η στρατηγική αυτή, όπως αντιλαμβάνεστε, θα οδηγούσε ή θα οδηγήσει, εάν την επέλεγε κανείς, σε αλυσιδωτές αμφισβητήσεις των διαμορφωμένων συνόρων και αναπόφευκτα θα καθιστούσε τα Βαλκάνια για ακόμη μία φορά, εμπόλεμη ζώνη. Ακριβώς για αυτό η θέση αυτή δεν υιοθετείται ανοιχτά από κανένα πολιτικό κόμμα επίσημα, πέραν της Χρυσής Αυγής. Όμως είναι κοινό μυστικό ότι η θέση αυτή υποστηρίζεται και επηρεάζει τμήματα και του χώρου της ΝΔ και ενδεχομένως και άλλων κομμάτων. Ήταν άλλωστε ο πυρήνας του «όχι στη Συμφωνία» του συλλαλητηρίου προχθές. Αν δει κανείς τα συνθήματα, την ομιλία του κ. Σπύρου και άλλων, αυτή ήταν η γραμμή. Ακόμα και η θέση που λένε ορισμένοι ότι «η Μακεδονία είναι μία και είναι μόνο ελληνική», τι σημαίνει;
Σημαίνει άρνηση, αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων στης Συμφωνίας του Βουκουρεστίου, άρα και αμφισβήτηση και των συνόρων που προέκυψαν από τη Συμφωνία αυτή. Επομένως, την πρώτη γραμμή θα τη χαρακτήριζα μια γραμμή εθνικού τυχοδιωκτισμού, ακραίου εθνικισμού, εξαιρετικά επικίνδυνη και ας μην υιοθετείται επίσημα όπως είπα από κανένα κόμμα.
Γιατί η γνώμη μου είναι ότι δεν υιοθετείται αυτή καθεαυτή η γραμμή, αλλά ότι αυτό που έχουμε είναι μια συμμαχία του «όχι στη Συμφωνία», όπου είναι οι δυνάμεις του ακραίου εθνικισμού από τη μια μεριά και οι άλλες είναι οι δυνάμεις του μικροκομματισμού. Ορισμένες από τις οποίες τουλάχιστον θέλουν να λυθεί το θέμα αυτό, αλλά πριν από αυτό θέλουν να πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με αντιδημοκρατικό τρόπο. Και έχουμε λοιπόν αυτήν την παράδοξη συμμαχία, η οποία όμως είναι και επικίνδυνη. Διότι, τι συμβαίνει; Αυτές οι δυνάμεις νομιμοποιούν τη Χρυσή Αυγή, νομιμοποιούν τις δυνάμεις του εθνικισμού και του πολέμου τελικά. Θέλω να ελπίζω ότι η χθεσινή παρέμβαση του κ. Δένδια δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά απηχεί έναν ευρύτερο προβληματισμό. Βεβαίως, είναι ευχή που ελπίζω να επιβεβαιωθεί.
Η δεύτερη στρατηγική ήταν η στρατηγική της οικονομικής κατάκτησης. Να υπάρξει το κράτος, να μην το διαλύσουμε, αλλά να διεισδύσουμε οικονομικά και να το κατακτήσουμε οικονομικά. Αυτή η λογική της «κατάκτησης», της οικονομικής διείσδυσης στα Βαλκάνια, όπως εμείς τότε την αντιμετωπίζαμε, απαιτεί, βέβαια, ένα συμβιβασμό στο ζήτημα του ονόματος. Και ακριβώς για αυτό η γραμμή του συμβιβασμού για το όνομα, έγινε μία κεντρική θέση, όπως μορφοποιήθηκε, βαθμιαία μετά, με αποκορύφωμα τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα εθνική γραμμή.
Αυτή η γραμμή, ενώ θέλει τη λύση, κρύβει ότι το πρωτεύον είναι η οικονομική κυριαρχία. Για αυτό, όπως έχει αποδείξει ο κ. Κοτζιάς με στοιχεία, οι προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν έτοιμες να κάνουν ακόμη μεγαλύτερες παραχωρήσεις. Ακριβώς γιατί το κύριο, δεν ήταν το όνομα ή οι όροι, ήταν οι δυνατότητες διείσδυσης. Και όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είπε «το όνομα θα ξεχαστεί», αυτό εννοούσε.
Έχει ενδιαφέρον άλλωστε ότι όταν ο κ. Σπύρου μιλούσε για «προδοσία» πρωτίστως αναφερόταν στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, στον Ανδρέα Παπανδρέου, στον Κώστα Σημίτη, στον Κώστα Καραμανλή, διότι αυτοί άνοιξαν το δρόμο του συμβιβασμού, στον οποίο εμείς δίνουμε συγκεκριμένη μορφή και κατάληξη. Είναι θλιβερή η εικόνα να βλέπει κανείς ορισμένους, τουλάχιστον από αυτούς ή τις παρατάξεις τους, αντί να απαντούν στον κ. Σπύρου και τις κατηγορίες αυτές, να στρέφουν σε εμάς αυτές τις ύβρεις. Επειδή εμείς κλείσαμε τη Συμφωνία, πετύχαμε τη λύση του προβλήματος, το οποίο αυτοί, είτε δεν τόλμησαν να λύσουν, είτε οι συνθήκες στη γειτονική χώρα, να το αναγνωρίσουμε, δεν ήταν τόσο ευνοϊκές όσο τώρα.
Η τρίτη επιλογή, η λογική δηλαδή, που βλέπουμε τη λύση του προβλήματος στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ισότιμης Βαλκανικής Συνεργασία και Συνανάπτυξης, η γραμμή αυτή που διαμορφώσαμε εμείς από το 1993, ως Συνασπισμός τότε και μετά κι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, διαμορφώθηκε σε αντιπαράθεση, τόσο με τις δυνάμεις του ακραίου εθνικισμού, όσο και με τις δυνάμεις της εθνικής κυριαρχίας και διείσδυσης. Διότι εμείς βλέπουμε κινδύνους. Γιατί εάν λύσουμε το «μακεδονικό θέμα», με την καλύτερη δυνατή συμφωνία, αλλά στη λογική μας είναι ότι, το γειτονικό κράτος είναι απλά ένας «δορυφόρος» μας και αρκεί να το «εξαγοράσουμε» ή να το «κατακτήσουμε», αυτός είναι ο δρόμος για να αναζωπυρωθεί και να συντηρηθεί ο εθνικισμός.
Επομένως, η επιλογή της Αριστεράς είναι μία εθνική επιλογή, όχι μόνο διότι λύνει ένα χρόνιο πρόβλημα στη βάση των συναινέσεων που είχαν διαμορφωθεί ιστορικά, αλλά και διότι προφυλάσσει τη χώρα έναντι και μελλοντικών κινδύνων. Άρα είναι μία θέση η οποία υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της χώρας, αλλά και προλαμβάνει και κινδύνους του μέλλοντος.
Δεν υπάρχει αριστερό «όχι» στη Συμφωνία των Πρεσπών, κυρίες και κύριοι και σύντροφοι του ΚΚΕ. Όσα αντινατοϊκά λάβαρα και να υψώσετε το «όχι» στη Συμφωνία των Πρεσπών ρίχνει νερό στο μύλο του εθνικισμού. Ούτε προοδευτικό «όχι» ούτε αντιιμπεριαλιστικό «όχι» ούτε αριστερό «όχι». Όχι διότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι το παν, αλλά γιατί δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να ασκήσουμε μία αριστερή πολιτική στα Βαλκάνια.
Και συμφωνώ ότι το «ναι» στη Συμφωνία των Πρεσπών δε σημαίνει «ναι» στην κυβέρνηση. Σημαίνει «ναι» στη συγκεκριμένη Συμφωνία. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών και η διαμάχη γύρω από αυτήν δρουν ως καταλύτης και επιταχύνουν τις εξελίξεις και πρέπει, επομένως, να προχωρήσουμε με ταχύτερα βήματα στη συγκρότηση αυτής της ευρύτερης προοδευτικής συμπαράταξης που έχει ανάγκη η χώρα μας.
Από το Γραφείο Τύπου